- ἀκατάπαυστα
- ἀκατάπαυστοςnot to be set at restneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άλαστος — ἄλαστος, ον (Α) 1. (για καταστάσεις) α. αλησμόνητος, αξέχαστος β. αφόρητος, δεινός 2. (για πρόσωπα) α. δημιουργός αλησμόνητων έργων, αλησμόνητος β. καταραμένος, άθλιος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἄλαστον ακατάπαυστα 4. φρ. «ὀδύρομαι ἄλαστον», θρηνώ … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
άμοτον — ἄμοτον επίρρ. (Α) 1. ακατάπαυστα, αδιάκοπα, συνεχώς 2. βίαια, σφοδρά, ορμητικά 3. ακλόνητα, ακίνητα, σταθερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικος τ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < ἀ αθροιστ. + μόθος «μάχη». Πιο αληθοφανής η άποψη που διακρίνει στον τ. επίθ. σε τος με … Dictionary of Greek
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
αέναος — η, ο (Α ἀέναος, ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως) 1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος 2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών») 3. επίρρ. αενάως συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν ( … Dictionary of Greek
αείλαλος — ἀείλαλος, ον (Μ) αυτός που διαρκώς μιλάει, φλυαρεί ακατάπαυστα, λάλος, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + λάλος < λαλῶ] … Dictionary of Greek
αείλιχνος — ἀείλιχνος, ον (Α) 1. ο ακατάπαυστα λαίμαργος 2. ο πάντοτε πρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + λίχνος (= λαίμαργος, λιχούδης) < λείχω] … Dictionary of Greek
αειλιβής — ἀειλιβής, ές (Α) αυτός που ακατάπαυστα ρέει (πρβλ. αείκρουνος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + λίβος (= ροή) < λείβω] … Dictionary of Greek
αειλογώ — ἀειλογῶ ( έω) (Α) [*ἀειλόγος] μιλώ συνεχώς, ακατάπαυστα για κάτι … Dictionary of Greek
αειτελής — ἀειτελής, ές (Α) (για τον Θεό) ακατάπαυστα, αιώνια τέλειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + τελὴς < τέλος] … Dictionary of Greek